- λιθοκτονία
- λῐθο-κτονία, ἡ,A death by stoning, AP9.157.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιθοκτονία — λιθοκτονία, ἡ (Α) ο θάνατος με λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κτονία (< κτόνος< κτείνω), πρβλ. πατρο κτονία, παιδο κτονία] … Dictionary of Greek
λιθοκτονίη — λιθοκτονία death by stoning fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek